- προσηρμοσμένως
- προσηρμοσμένως, Adv.A fittingly, Hsch. s.v. ἀραρῶσαι.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προσηρμοσμένως — προσαρμόζω fit to perf part mp masc acc pl (attic epic doric ionic aeolic) προσηρμοσμένως fittingly indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσηρμοσμένως — Α επίρρ. με τρόπο που αρμόζει, καθώς πρέπει. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσηρμοσμένος, μτχ. μέσου παρακμ. τού προσαρμόζω] … Dictionary of Greek